ταλαντᾶν

ταλαντᾶν
ταλαντάω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ταλαντάω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ταλαντάω
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
ταλαντᾶ̱ν , ταλαντάω
pres inf act (epic doric)
ταλαντάω
pres inf act (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζυγώ — (I) (Α ζυγῶ, έω) [ζυγόν] στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης νεοελλ. φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”